Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαργάνη
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρισα
σαρκάζω
σαρκάω
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκολιπής
σαρκοπαγής
σαρκοφάγος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρξ
σάρον
View word page
σαρκάω
σαρκάω σαρκάω, = σαρκάζω, Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαρκάω
Headword (normalized):
σαρκάω
Headword (normalized/stripped):
σαρκαω
IDX:
29294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29328
Key:
sarka/w

Data

{'content': 'σαρκάω\n σαρκάω,\n = σαρκάζω, Ar.', 'key': 'sarka/w'}