Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σαπφώ
σαργάνη
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρισα
σαρκάζω
σαρκάω
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκολιπής
σαρκοπαγής
σαρκοφάγος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρξ
View word page
σαρκάζω
σαρκάζω σαρκάζω, fut. -σω σάρξ to tear flesh like dogs, Ar.

ShortDef

to tear flesh like dogs

Debugging

Headword:
σαρκάζω
Headword (normalized):
σαρκάζω
Headword (normalized/stripped):
σαρκαζω
IDX:
29293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29327
Key:
sarka/zw

Data

{'content': 'σαρκάζω\n σαρκάζω,\n fut. -σω\n σάρξ\n to tear flesh like dogs, Ar.', 'key': 'sarka/zw'}