Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαπρός
σαπρότης
σάπφειρος
Σαπφώ
σαργάνη
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρισα
σαρκάζω
σαρκάω
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκολιπής
σαρκοπαγής
σαρκοφάγος
View word page
σαρδόνυξ
σαρδόνυξ σαρδ-όνυξ, υχος, σάρδιον the sardonyx, Anth.

ShortDef

the sardonyx

Debugging

Headword:
σαρδόνυξ
Headword (normalized):
σαρδόνυξ
Headword (normalized/stripped):
σαρδονυξ
IDX:
29290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29324
Key:
sardo/nuc

Data

{'content': 'σαρδόνυξ\n σαρδ-όνυξ, υχος,\n σάρδιον\n the sardonyx, Anth.', 'key': 'sardo/nuc'}