Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σαπρία
σαπρός
σαπρότης
σάπφειρος
Σαπφώ
σαργάνη
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρισα
σαρκάζω
σαρκάω
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκολιπής
σαρκοπαγής
View word page
σαρδόνιος
σαρδόνιος σαρδόνιος, α, ον v. Σαρδάνιος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σαρδόνιος
Headword (normalized):
σαρδόνιος
Headword (normalized/stripped):
σαρδονιος
IDX:
29289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29323
Key:
sardo/nios
Data
{'content': 'σαρδόνιος\n σαρδόνιος, α, ον\n v. Σαρδάνιος.', 'key': 'sardo/nios'}