Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σάος
σαπρία
σαπρός
σαπρότης
σάπφειρος
Σαπφώ
σαργάνη
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρισα
σαρκάζω
σαρκάω
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκολιπής
View word page
σαρδόνιον
σαρδόνιον σαρδόνιον, ου, τό, the rope sustaining the upper-edge of a hunting-net, Xen.
ShortDef
the rope sustaining the upper-edge of a hunting-net
Debugging
Headword:
σαρδόνιον
Headword (normalized):
σαρδόνιον
Headword (normalized/stripped):
σαρδονιον
IDX:
29288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29322
Key:
sardo/nion
Data
{'content': 'σαρδόνιον\n σαρδόνιον, ου, τό,\n the rope sustaining the upper-edge of a hunting-net, Xen.', 'key': 'sardo/nion'}