Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σανιδόω
σανίδωμα
σανίς
σάν
σάος
σαπρία
σαπρός
σαπρότης
σάπφειρος
Σαπφώ
σαργάνη
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρισα
σαρκάζω
σαρκάω
View word page
σαργάνη
σαργάνη σᾰργάνη, ἡ, a plait, braid, Aesch. a basket, NTest. deriv. uncertain

ShortDef

a plait, braid

Debugging

Headword:
σαργάνη
Headword (normalized):
σαργάνη
Headword (normalized/stripped):
σαργανη
IDX:
29284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29318
Key:
sarga/nh

Data

{'content': 'σαργάνη\n σᾰργάνη, ἡ,\n a plait, braid, Aesch.\n a basket, NTest.\n deriv. uncertain', 'key': 'sarga/nh'}