Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σανδαρακουργεῖον
σάνδυξ
σανίδιον
σανιδόω
σανίδωμα
σανίς
σάν
σάος
σαπρία
σαπρός
σαπρότης
σάπφειρος
Σαπφώ
σαργάνη
σαρδάνιος
Σάρδεις
σάρδιον
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
View word page
σαπρότης
σαπρότης from σαπρός σαπρότης, ητος, ἡ, rottenness, putridity, Plat.
ShortDef
rottenness, putridity
Debugging
Headword:
σαπρότης
Headword (normalized):
σαπρότης
Headword (normalized/stripped):
σαπροτης
IDX:
29281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29315
Key:
sapro/ths
Data
{'content': 'σαπρότης\n from σαπρός\n σαπρότης, ητος, ἡ,\n rottenness, putridity, Plat.', 'key': 'sapro/ths'}