Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνιδρωτί
ἀνίδρωτος
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνίλεως
ἀνιμάω
ἄνιος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίσωσις
View word page
ἄνιος
ἄνιος ἀνία, = ἀνιαρός, Aesch.
ShortDef
Anius, a son of Apollo
Debugging
Headword:
ἄνιος
Headword (normalized):
ἄνιος
Headword (normalized/stripped):
ανιος
IDX:
2930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2931
Key:
a)/nios
Data
{'content': 'ἄνιος\n ἀνία, = ἀνιαρός, Aesch.', 'key': 'a)/nios'}