Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
σάνδαλον
σανδαράκη
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σάνδυξ
σανίδιον
σανιδόω
σανίδωμα
σανίς
σάν
σάος
σαπρία
σαπρός
σαπρότης
σάπφειρος
Σαπφώ
View word page
σανίδιον
σανίδιον σᾰνίδιον, ου, τό, Dim. of σανίς a small trencher, Ar. like πινάκιον, a tablet, Aeschin.
ShortDef
a small trencher
Debugging
Headword:
σανίδιον
Headword (normalized):
σανίδιον
Headword (normalized/stripped):
σανιδιον
IDX:
29273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29307
Key:
sani/dion
Data
{'content': 'σανίδιον\n σᾰνίδιον, ου, τό,\n Dim. of σανίς\n a small trencher, Ar.\n like πινάκιον, a tablet, Aeschin.', 'key': 'sani/dion'}