Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
σάνδαλον
σανδαράκη
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σάνδυξ
σανίδιον
σανιδόω
σανίδωμα
σανίς
σάν
σάος
σαπρία
σαπρός
σαπρότης
View word page
σανδαρακουργεῖον
σανδαρακουργεῖον σανδᾰρᾰκ-ουργεῖον, ου, τό, *ἔργω a pit whence σανδαράκη is dug, Strab.

ShortDef

a pit from which σανδαράκη is dug

Debugging

Headword:
σανδαρακουργεῖον
Headword (normalized):
σανδαρακουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
σανδαρακουργειον
IDX:
29271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29305
Key:
sandarakourgei=on

Data

{'content': 'σανδαρακουργεῖον\n σανδᾰρᾰκ-ουργεῖον, ου, τό,\n *ἔργω\n a pit whence σανδαράκη is dug, Strab.', 'key': 'sandarakourgei=on'}