σανδαρακουργεῖον
σανδαρακουργεῖον
σανδᾰρᾰκ-ουργεῖον, ου, τό,
*ἔργω
a pit whence σανδαράκη is dug, Strab.
{ "content": "σανδαρακουργεῖον\n σανδᾰρᾰκ-ουργεῖον, ου, τό,\n *ἔργω\n a pit whence σανδαράκη is dug, Strab.", "key": "sandarakourgei=on" }