Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
σάνδαλον
σανδαράκη
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σάνδυξ
σανίδιον
σανιδόω
σανίδωμα
σανίς
σάν
σάος
σαπρία
View word page
σανδαράκη
σανδαράκη σᾰνδᾰράκη, ἡ, red or orange-coloured mineral, Arist. deriv. uncertain
ShortDef
red sulphide of arsenic
Debugging
Headword:
σανδαράκη
Headword (normalized):
σανδαράκη
Headword (normalized/stripped):
σανδαρακη
IDX:
29269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29303
Key:
sandara/kh
Data
{'content': 'σανδαράκη\n σᾰνδᾰράκη, ἡ,\n red or orange-coloured mineral, Arist.\n deriv. uncertain', 'key': 'sandara/kh'}