Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σαμαρεία
Σαμαρείτης
σάμβαλον
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
σάνδαλον
σανδαράκη
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σάνδυξ
σανίδιον
σανιδόω
σανίδωμα
σανίς
View word page
σανδάλιον
σανδάλιον σανδάλιον, ου, τό, Dim. of σάνδαλον, Hdt.

ShortDef

sandal, horseshoe, type of bandage

Debugging

Headword:
σανδάλιον
Headword (normalized):
σανδάλιον
Headword (normalized/stripped):
σανδαλιον
IDX:
29266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29300
Key:
sanda/lion

Data

{'content': 'σανδάλιον\n σανδάλιον, ου, τό,\n Dim. of σάνδαλον, Hdt.', 'key': 'sanda/lion'}