Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
View word page
ἀγροτήρ
ἀγροτήρ = ἀγρότης, Eur.; fem. ἀγρότειρα, as adj. rustic, Eur.

ShortDef

rustic

Debugging

Headword:
ἀγροτήρ
Headword (normalized):
ἀγροτήρ
Headword (normalized/stripped):
αγροτηρ
IDX:
293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n293
Key:
a)groth/r

Data

{'content': 'ἀγροτήρ\n = ἀγρότης, Eur.; fem. ἀγρότειρα, as adj. rustic, Eur.', 'key': 'a)groth/r'}