Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαλπίζω
Σάμαινα
Σαμαρεία
Σαμαρείτης
σάμβαλον
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
σάνδαλον
σανδαράκη
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σάνδυξ
σανίδιον
σανιδόω
View word page
σαμπῖ
σαμπῖ v. Σ. ς 1.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαμπῖ
Headword (normalized):
σαμπῖ
Headword (normalized/stripped):
σαμπι
IDX:
29264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29298
Key:
sampi=

Data

{'content': 'σαμπῖ\n v. Σ. ς 1.', 'key': 'sampi='}