Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σάλπιγξ
σαλπίζω
Σάμαινα
Σαμαρεία
Σαμαρείτης
σάμβαλον
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
σάνδαλον
σανδαράκη
σανδαράκινος
σανδαρακουργεῖον
σάνδυξ
σανίδιον
View word page
Σάμος
Σάμος Σάμος (ᾰ), ἡ, Samos, the name of several Greek islands: an old name for Κεφαλληνία, Hom. Σάμος Θρηικίη, Σαμοθρᾴκη, Il. Samos, the large island over against Ephesus, Hhymn., etc.: hence adj. Σάμιος, η, ον, Hdt.

ShortDef

Samos

Debugging

Headword:
Σάμος
Headword (normalized):
σάμος
Headword (normalized/stripped):
σαμος
IDX:
29263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29297
Key:
*sa/mos

Data

{'content': 'Σάμος\n Σάμος (ᾰ), ἡ,\n Samos, the name of several Greek islands:\n an old name for Κεφαλληνία, Hom.\n Σάμος Θρηικίη, Σαμοθρᾴκη, Il.\n Samos, the large island over against Ephesus, Hhymn., etc.: hence adj. Σάμιος, η, ον, Hdt.', 'key': '*sa/mos'}