Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
Σάμαινα
Σαμαρεία
Σαμαρείτης
σάμβαλον
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
σάνδαλον
σανδαράκη
σανδαράκινος
View word page
σαμβυκιστής
σαμβυκιστής σαμβῡκιστής, οῦ, ὁ, a player on the sambuca:—fem. σαμβῡκίστρια, Plut.

ShortDef

a player on the sambuca

Debugging

Headword:
σαμβυκιστής
Headword (normalized):
σαμβυκιστής
Headword (normalized/stripped):
σαμβυκιστης
IDX:
29260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29294
Key:
sambukisth/s

Data

{'content': 'σαμβυκιστής\n σαμβῡκιστής, οῦ, ὁ,\n a player on the sambuca:—fem. σαμβῡκίστρια, Plut.', 'key': 'sambukisth/s'}