Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σάλασσα
σαλάσσω
σαλεύω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
Σάμαινα
Σαμαρεία
Σαμαρείτης
σάμβαλον
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
σανδαλίσκος
View word page
Σαμαρείτης
Σαμαρείτης a Samaritan, NTest., etc.;fem. -εῖτις, ιδος, NTest.
ShortDef
a Samaritan
Debugging
Headword:
Σαμαρείτης
Headword (normalized):
σαμαρείτης
Headword (normalized/stripped):
σαμαρειτης
IDX:
29257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29291
Key:
*samarei/ths
Data
{'content': 'Σαμαρείτης\n a Samaritan, NTest., etc.;fem. -εῖτις, ιδος, NTest.', 'key': '*samarei/ths'}