Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σαλαμίς
σάλασσα
σαλάσσω
σαλεύω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
Σάμαινα
Σαμαρεία
Σαμαρείτης
σάμβαλον
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
Σάμος
σαμπῖ
σαμφόρας
σανδάλιον
View word page
Σαμαρεία
Σαμαρεία Σᾰμᾰρεία, ἡ, Samaria, a city of Palestine
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Σαμαρεία
Headword (normalized):
σαμαρεία
Headword (normalized/stripped):
σαμαρεια
IDX:
29256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29290
Key:
*samarei/a
Data
{'content': 'Σαμαρεία\n Σᾰμᾰρεία, ἡ,\n Samaria, a city of Palestine', 'key': '*samarei/a'}