Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνιάχω
ἀνιάω
ἀνιδρωτί
ἀνίδρωτος
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνίλεως
ἀνιμάω
ἄνιος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
View word page
ἀνίλεως
ἀνίλεως unmerciful, NTest.

ShortDef

unmerciful

Debugging

Headword:
ἀνίλεως
Headword (normalized):
ἀνίλεως
Headword (normalized/stripped):
ανιλεως
IDX:
2928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2929
Key:
a)ni/lews

Data

{'content': 'ἀνίλεως\n unmerciful, NTest.', 'key': 'a)ni/lews'}