Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σακχυφάντης
σαλάκων
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλασσα
σαλάσσω
σαλεύω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
Σάμαινα
Σαμαρεία
Σαμαρείτης
σάμβαλον
σαμβύκη
σαμβυκιστής
Σάμη
Σαμοθρᾴκη
View word page
σαλπιγκτής
σαλπιγκτής σαλπιγκτής, οῦ, ὁ, a trumpeter, Thuc., Xen. from σάλπιγξ
ShortDef
a trumpeter
Debugging
Headword:
σαλπιγκτής
Headword (normalized):
σαλπιγκτής
Headword (normalized/stripped):
σαλπιγκτης
IDX:
29252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29286
Key:
salpigkth/s
Data
{'content': 'σαλπιγκτής\n σαλπιγκτής, οῦ, ὁ,\n a trumpeter, Thuc., Xen.\n from σάλπιγξ', 'key': 'salpigkth/s'}