Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνίατος
ἀνιάχω
ἀνιάω
ἀνιδρωτί
ἀνίδρωτος
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνίλεως
ἀνιμάω
ἄνιος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
View word page
ἀνίκητος
ἀνίκητος νικάω unconquered, unconquerable, Hes., etc.

ShortDef

unconquered, unconquerable

Debugging

Headword:
ἀνίκητος
Headword (normalized):
ἀνίκητος
Headword (normalized/stripped):
ανικητος
IDX:
2927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2928
Key:
a)ni/khtos

Data

{'content': 'ἀνίκητος\n νικάω\n unconquered, unconquerable, Hes., etc.', 'key': 'a)ni/khtos'}