Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
σάκος
σάκτας
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλασσα
σαλάσσω
σαλεύω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
Σάμαινα
View word page
Σαλαμίνιος
Σαλαμίνιος Σᾰλᾰμίνιος, α, ον Salaminian, of or from Salamis, Hdt. Σαλαμινία (sub. ναῦς) , ἡ, one of the Athen. sacred ships, Ar., Thuc.; v. πάραλος III.

ShortDef

Salaminian, of or from Salamis

Debugging

Headword:
Σαλαμίνιος
Headword (normalized):
σαλαμίνιος
Headword (normalized/stripped):
σαλαμινιος
IDX:
29245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29279
Key:
*salami/nios

Data

{'content': 'Σαλαμίνιος\n Σᾰλᾰμίνιος, α, ον\n Salaminian, of or from Salamis, Hdt.\n Σαλαμινία (sub. ναῦς) , ἡ, one of the Athen. sacred ships, Ar., Thuc.; v. πάραλος III.', 'key': '*salami/nios'}