Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
σάκος
σάκτας
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλασσα
σαλάσσω
σαλεύω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
View word page
σαλάκων
σαλάκων σᾰλάκων, ωνος, ὁ, a word of uncertain origin, denoting a swaggerer, Arist.

ShortDef

a swaggerer

Debugging

Headword:
σαλάκων
Headword (normalized):
σαλάκων
Headword (normalized/stripped):
σαλακων
IDX:
29243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29277
Key:
sala/kwn

Data

{'content': 'σαλάκων\n σᾰλάκων, ωνος, ὁ,\n a word of uncertain origin, denoting a swaggerer, Arist.', 'key': 'sala/kwn'}