Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
σάκος
σάκτας
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλασσα
σαλάσσω
σαλεύω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
View word page
σακχυφάντης
σακχυφάντης σακχ-ῠφάντης, ου, ὁ, σάκκος, ὑφαίνω one who weaves sackcloth, a sailmaker, Dem.
ShortDef
one who weaves sackcloth, a sailmaker
Debugging
Headword:
σακχυφάντης
Headword (normalized):
σακχυφάντης
Headword (normalized/stripped):
σακχυφαντης
IDX:
29242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29276
Key:
sakxufa/nths
Data
{'content': 'σακχυφάντης\n σακχ-ῠφάντης, ου, ὁ,\n σάκκος, ὑφαίνω\n one who weaves sackcloth, a sailmaker, Dem.', 'key': 'sakxufa/nths'}