Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
σάκος
σάκτας
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλασσα
σαλάσσω
σαλεύω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
View word page
σάκτωρ
σάκτωρ σάκτωρ, ορος, ὁ, σάττω a packer, Ἅιδου σάκτωρ who crowds the nether world (with dead men), Aesch.
ShortDef
a packer
Debugging
Headword:
σάκτωρ
Headword (normalized):
σάκτωρ
Headword (normalized/stripped):
σακτωρ
IDX:
29241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29275
Key:
sa/ktwr
Data
{'content': 'σάκτωρ\n σάκτωρ, ορος, ὁ,\n σάττω\n a packer, Ἅιδου σάκτωρ who crowds the nether world (with dead men), Aesch.', 'key': 'sa/ktwr'}