σακκογενειοτρόφος
σακκογενειοτρόφος
σακκο-γενειο-τρόφος, ον,
σάκκος III, τρέφω
cherishing a huge beard, Anth.
{
"content": "σακκογενειοτρόφος\n σακκο-γενειο-τρόφος, ον,\n σάκκος III, τρέφω\n cherishing a huge beard, Anth.",
"key": "sakkogeneiotro/fos"
}