Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σαγηφορέω
σάγμα
σάγος
Σαδδουκαῖοι
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
σάκος
σάκτας
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
Σαλαμιναφέτης
Σαλαμίνιος
Σαλαμίς
σάλασσα
View word page
σακκογενειοτρόφος
σακκογενειοτρόφος σακκο-γενειο-τρόφος, ον, σάκκος III, τρέφω cherishing a huge beard, Anth.
ShortDef
cherishing a huge beard
Debugging
Headword:
σακκογενειοτρόφος
Headword (normalized):
σακκογενειοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
σακκογενειοτροφος
IDX:
29237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29271
Key:
sakkogeneiotro/fos
Data
{'content': 'σακκογενειοτρόφος\n σακκο-γενειο-τρόφος, ον,\n σάκκος III, τρέφω\n cherishing a huge beard, Anth.', 'key': 'sakkogeneiotro/fos'}