Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγή
σαγηφορέω
σάγμα
σάγος
Σαδδουκαῖοι
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
σάκος
σάκτας
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
Σαλαμιναφέτης
View word page
σακέσπαλος
σακέσπαλος σᾰκέσ-πᾰλος, ον, πάλλω wielding a shield, Il.

ShortDef

wielding a shield

Debugging

Headword:
σακέσπαλος
Headword (normalized):
σακέσπαλος
Headword (normalized/stripped):
σακεσπαλος
IDX:
29234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29268
Key:
sake/spalos

Data

{'content': 'σακέσπαλος\n σᾰκέσ-πᾰλος, ον,\n πάλλω\n wielding a shield, Il.', 'key': 'sake/spalos'}