Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαγηνευτήρ
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγή
σαγηφορέω
σάγμα
σάγος
Σαδδουκαῖοι
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
σάκος
σάκτας
σάκτωρ
View word page
σαθρός
σαθρός σαθρός, ά, όν rotten, decayed, unsound, cracked, Plat., Dem.—adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist. metaph., πρίν τι καὶ σαθρὸν ἐγγίνεσθαί σφι before any unsound thought comes into their heads, i. e. before they prove traitors, Hdt.; σ. λόγοι Eur. deriv. uncertain

ShortDef

rotten, decayed, unsound, cracked

Debugging

Headword:
σαθρός
Headword (normalized):
σαθρός
Headword (normalized/stripped):
σαθρος
IDX:
29231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29265
Key:
saqro/s

Data

{'content': 'σαθρός\n σαθρός, ά, όν\n rotten, decayed, unsound, cracked, Plat., Dem.—adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.\n metaph., πρίν τι καὶ σαθρὸν ἐγγίνεσθαί σφι before any unsound thought comes into their heads, i. e. before they prove traitors, Hdt.; σ. λόγοι Eur.\n \n deriv. uncertain', 'key': 'saqro/s'}