Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαβοῖ
σάγαρις
σαγηναῖος
σαγηνευτήρ
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγή
σαγηφορέω
σάγμα
σάγος
Σαδδουκαῖοι
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σάκκος
View word page
σάγμα
σάγμα σάγμα, ατος, τό, σάττω mostly in pl. covering: the covering of a shield, Eur., Ar.: a large cloak, Ar. a pack-saddle, Strab., Plut. a pile, ὅπλων Plut.

ShortDef

covering: the covering of a shield

Debugging

Headword:
σάγμα
Headword (normalized):
σάγμα
Headword (normalized/stripped):
σαγμα
IDX:
29228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29262
Key:
sa/gma

Data

{'content': 'σάγμα\n σάγμα, ατος, τό,\n σάττω\n mostly in pl. covering: the covering of a shield, Eur., Ar.: a large cloak, Ar.\n a pack-saddle, Strab., Plut.\n a pile, ὅπλων Plut.', 'key': 'sa/gma'}