Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σάββατον
σαβοῖ
σάγαρις
σαγηναῖος
σαγηνευτήρ
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγή
σαγηφορέω
σάγμα
σάγος
Σαδδουκαῖοι
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
View word page
σαγηφορέω
σαγηφορέω σᾰγη-φορέω, fut. -ήσω σάγος to wear a cloak, Strab.

ShortDef

to wear a cloak

Debugging

Headword:
σαγηφορέω
Headword (normalized):
σαγηφορέω
Headword (normalized/stripped):
σαγηφορεω
IDX:
29227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29261
Key:
saghfore/w

Data

{'content': 'σαγηφορέω\n σᾰγη-φορέω,\n fut. -ήσω\n σάγος\n to wear a cloak, Strab.', 'key': 'saghfore/w'}