Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σαββατίζω
Σαββατισμός
Σάββατον
σαβοῖ
σάγαρις
σαγηναῖος
σαγηνευτήρ
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγή
σαγηφορέω
σάγμα
σάγος
Σαδδουκαῖοι
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
σακεσφόρος
View word page
σαγηνόδετος
σαγηνόδετος σᾰγηνό-δετος, ον, attached to a drag-net, Anth.
ShortDef
attached to a drag-net
Debugging
Headword:
σαγηνόδετος
Headword (normalized):
σαγηνόδετος
Headword (normalized/stripped):
σαγηνοδετος
IDX:
29225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29259
Key:
saghno/detos
Data
{'content': 'σαγηνόδετος\n σᾰγηνό-δετος, ον,\n attached to a drag-net, Anth.', 'key': 'saghno/detos'}