Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σαβαώθ
σαββατίζω
Σαββατισμός
Σάββατον
σαβοῖ
σάγαρις
σαγηναῖος
σαγηνευτήρ
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
σαγή
σαγηφορέω
σάγμα
σάγος
Σαδδουκαῖοι
σαθρός
σαίνω
σαίρω
σακέσπαλος
View word page
σαγηνοβόλος
σαγηνοβόλος σᾰγηνο-βόλος, ὁ, βάλλω one who casts a drag-net, a fisherman, Anth.

ShortDef

one who casts a drag-net, a fisherman

Debugging

Headword:
σαγηνοβόλος
Headword (normalized):
σαγηνοβόλος
Headword (normalized/stripped):
σαγηνοβολος
IDX:
29224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29258
Key:
saghnobo/los

Data

{'content': 'σαγηνοβόλος\n σᾰγηνο-βόλος, ὁ,\n βάλλω\n one who casts a drag-net, a fisherman, Anth.', 'key': 'saghnobo/los'}