Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥυτιδόω
ῥυτίς
ῥυτόν
ῥυτός
ῥυτός
ῥύτωρ
ῥύω
ῥωγαλέος
ῥωγάς
ῥώθων
Ῥωμαϊκός
Ῥωμαϊστί
ῥωμαλέος
ῥώμη
ῥώννυμι
ῥώξ
ῥώομαι
ρ
ῥωπήϊον
ῥωπικός
ῥῶπος
View word page
Ῥωμαϊκός
Ῥωμαϊκός Ῥωμαϊκός, ή, όν Roman, a Roman, Polyb., etc.; adv. -κῶς, in Latin, Anth.
ShortDef
Roman, a Roman
Debugging
Headword:
Ῥωμαϊκός
Headword (normalized):
ῥωμαϊκός
Headword (normalized/stripped):
ρωμαικος
IDX:
29197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29231
Key:
*(rwmaiko/s
Data
{'content': 'Ῥωμαϊκός\n Ῥωμαϊκός, ή, όν\n Roman, a Roman, Polyb., etc.; adv. -κῶς, in Latin, Anth.', 'key': '*(rwmaiko/s'}