Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥυταγωγεύς
ῥυτήρ
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόω
ῥυτίς
ῥυτόν
ῥυτός
ῥυτός
ῥύτωρ
ῥύω
ῥωγαλέος
ῥωγάς
ῥώθων
Ῥωμαϊκός
Ῥωμαϊστί
ῥωμαλέος
ῥώμη
ῥώννυμι
ῥώξ
ῥώομαι
ρ
View word page
ῥωγαλέος
ῥωγαλέος ῥωγᾰλέος, η, ον, ῥώξ broken, cleft, rent, torn, Hom.
ShortDef
broken, cleft, rent, torn
Debugging
Headword:
ῥωγαλέος
Headword (normalized):
ῥωγαλέος
Headword (normalized/stripped):
ρωγαλεος
IDX:
29194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29228
Key:
r(wgale/os
Data
{'content': 'ῥωγαλέος\n ῥωγᾰλέος, η, ον,\n ῥώξ\n broken, cleft, rent, torn, Hom.', 'key': 'r(wgale/os'}