Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥυσίπολις
ῥυσίπονος
ῥύσις
ῥύσκομαι
ῥυσός
ῥυσότης
ῥυστάζω
ῥυστακτύς
ῥυταγωγεύς
ῥυτήρ
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόω
ῥυτίς
ῥυτόν
ῥυτός
ῥυτός
ῥύτωρ
ῥύω
ῥωγαλέος
ῥωγάς
ῥώθων
View word page
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόφλοιος ῥῠτῐδό-φλοιος, ον, with shrivelled rind, σῦκον Anth.
ShortDef
with shrivelled rind
Debugging
Headword:
ῥυτιδόφλοιος
Headword (normalized):
ῥυτιδόφλοιος
Headword (normalized/stripped):
ρυτιδοφλοιος
IDX:
29186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29220
Key:
r(utido/floios
Data
{'content': 'ῥυτιδόφλοιος\n ῥῠτῐδό-φλοιος, ον,\n with shrivelled rind, σῦκον Anth.', 'key': 'r(utido/floios'}