Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥυσαίνομαι
ῥυσιάζω
ῥυσίβωμος
ῥυσίδιφρος
ῥύσιον
ῥύσιος
ῥυσίπολις
ῥυσίπονος
ῥύσις
ῥύσκομαι
ῥυσός
ῥυσότης
ῥυστάζω
ῥυστακτύς
ῥυταγωγεύς
ῥυτήρ
ῥυτιδόφλοιος
ῥυτιδόω
ῥυτίς
ῥυτόν
ῥυτός
View word page
ῥυσός
ῥυσός ῥῡσός, ή, όν *ῥύω, ἐρύω drawn up, shrivelled, wrinkled, Il., Eur., etc.; ῥ. ἐπισκύνιον, of a frown, Anth.
ShortDef
drawn up, shrivelled, wrinkled
Debugging
Headword:
ῥυσός
Headword (normalized):
ῥυσός
Headword (normalized/stripped):
ρυσος
IDX:
29180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29214
Key:
r(uso/s
Data
{'content': 'ῥυσός\n ῥῡσός, ή, όν\n *ῥύω, ἐρύω\n drawn up, shrivelled, wrinkled, Il., Eur., etc.; ῥ. ἐπισκύνιον, of a frown, Anth.', 'key': 'r(uso/s'}