Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
View word page
ἀγρότερος
ἀγρότερος ἄγρα poet. for ἄγριος, wild, of animals,Hom., etc. of countrymen, Anth. of plants, wild, Anth. fond of the chase; Ἀγροτέρα, the Huntress, i. e. Artemis, Il., Xen.

ShortDef

wild

Debugging

Headword:
ἀγρότερος
Headword (normalized):
ἀγρότερος
Headword (normalized/stripped):
αγροτερος
IDX:
292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n292
Key:
a)gro/teros

Data

{'content': 'ἀγρότερος\n ἄγρα\n poet. for ἄγριος, wild, of animals,Hom., etc.\n of countrymen, Anth.\n of plants, wild, Anth.\n fond of the chase; Ἀγροτέρα, the Huntress, i. e. Artemis, Il., Xen.', 'key': 'a)gro/teros'}