Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥυθμός
ῥυκάνη
ῥῦμα
ῥύμη
ῥύμμα
ῥυμός
ῥυμουλκέω
ῥύομαι
ῥυπαίνω
ῥυπαρία
ῥυπαρός
ῥυπάω
ῥυπόεις
ῥυπόω
ῥύπος
ῥυππαπαί
ῥύπτω
ῥυσαίνομαι
ῥυσιάζω
ῥυσίβωμος
ῥυσίδιφρος
View word page
ῥυπαρός
ῥυπαρός ῥῠπᾰρός, ά, όν ῥύσιος foul, filthy, dirty:—metaph. dirty, sordid, Arist.:—adv. -ρῶς, Anth.

ShortDef

filthy, dirty; greasy; uncultured

Debugging

Headword:
ῥυπαρός
Headword (normalized):
ῥυπαρός
Headword (normalized/stripped):
ρυπαρος
IDX:
29163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29197
Key:
r(uparo/s

Data

{'content': 'ῥυπαρός\n ῥῠπᾰρός, ά, όν\n ῥύσιος\n foul, filthy, dirty:—metaph. dirty, sordid, Arist.:—adv. -ρῶς, Anth.', 'key': 'r(uparo/s'}