Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥύδην
ῥυδόν
ῥύζω
ῥυθμίζω
ῥυθμός
ῥυκάνη
ῥῦμα
ῥύμη
ῥύμμα
ῥυμός
ῥυμουλκέω
ῥύομαι
ῥυπαίνω
ῥυπαρία
ῥυπαρός
ῥυπάω
ῥυπόεις
ῥυπόω
ῥύπος
ῥυππαπαί
ῥύπτω
View word page
ῥυμουλκέω
ῥυμουλκέω ῥῡμ-ουλκέω, ῥῦμα I. 2, ἕλκω to tow, Polyb., etc.

ShortDef

to tow

Debugging

Headword:
ῥυμουλκέω
Headword (normalized):
ῥυμουλκέω
Headword (normalized/stripped):
ρυμουλκεω
IDX:
29159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29193
Key:
r(umoulke/w

Data

{'content': 'ῥυμουλκέω\n ῥῡμ-ουλκέω,\n ῥῦμα I. 2, ἕλκω\n to tow, Polyb., etc.', 'key': 'r(umoulke/w'}