Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥοιβδέω
ῥοίβδησις
ῥοῖβδος
ῥοιζέω
ῥοίζημα
ῥοῖζος
ῥοικός
ῥομβητός
ῥομβοειδής
ῥόμβος
ῥομβωτός
ῥομφαία
ῥόος
ῥόπαλον
ῥοπή
ῥόπτρον
ῥούσιος
ῥοφέω
ῥοφητικός
ῥοφητός
ῥοχθέω
View word page
ῥομβωτός
ῥομβωτός ῥομβωτός, ή, όν verb. adj. ῥόμβος III lozenge-shaped, Anth.

ShortDef

lozenge-shaped

Debugging

Headword:
ῥομβωτός
Headword (normalized):
ῥομβωτός
Headword (normalized/stripped):
ρομβωτος
IDX:
29133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29167
Key:
r(ombwto/s

Data

{'content': 'ῥομβωτός\n ῥομβωτός, ή, όν\n verb. adj.\n ῥόμβος III\n lozenge-shaped, Anth.', 'key': 'r(ombwto/s'}