Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥοδόχρως
ῥοδωνιά
ῥοή
ῥοθέω
ῥοθιάζω
ῥοθιάς
ῥόθιος
ῥόθος
ῥοιά
ῥοιβδέω
ῥοίβδησις
ῥοῖβδος
ῥοιζέω
ῥοίζημα
ῥοῖζος
ῥοικός
ῥομβητός
ῥομβοειδής
ῥόμβος
ῥομβωτός
ῥομφαία
View word page
ῥοίβδησις
ῥοίβδησις ῥοίβδησις, εως, a whistling, piping, Eur.

ShortDef

a whistling, piping

Debugging

Headword:
ῥοίβδησις
Headword (normalized):
ῥοίβδησις
Headword (normalized/stripped):
ροιβδησις
IDX:
29124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29158
Key:
r(oi/bdhsis

Data

{'content': 'ῥοίβδησις\n ῥοίβδησις, εως,\n a whistling, piping, Eur.', 'key': 'r(oi/bdhsis'}