Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥιψοκίνδυνος
ῥίψοπλος
ῥίψ
ῥόα
ῥοδάνη
ῥοδανός
ῥόδεος
ῥοδῆ
Ῥοδιακός
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπηχυς
Ῥόδος
ῥοδόχρως
ῥοδωνιά
ῥοή
ῥοθέω
ῥοθιάζω
View word page
ῥοδοειδής
ῥοδοειδής ῥοδο-ειδής, ές εἶδος rose-like, rosy, Anth.
ShortDef
rose-like, rosy
Debugging
Headword:
ῥοδοειδής
Headword (normalized):
ῥοδοειδής
Headword (normalized/stripped):
ροδοειδης
IDX:
29108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29142
Key:
r(odoeidh/s
Data
{'content': 'ῥοδοειδής\n ῥοδο-ειδής, ές\n εἶδος\n rose-like, rosy, Anth.', 'key': 'r(odoeidh/s'}