Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ῥίψασπις
ῥῖψις
ῥιψοκίνδυνος
ῥίψοπλος
ῥίψ
ῥόα
ῥοδάνη
ῥοδανός
ῥόδεος
ῥοδῆ
Ῥοδιακός
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπηχυς
Ῥόδος
ῥοδόχρως
ῥοδωνιά
ῥοή
View word page
Ῥοδιακός
Ῥοδιακός Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.
ShortDef
Rhodian, of Rhodes
Debugging
Headword:
Ῥοδιακός
Headword (normalized):
ῥοδιακός
Headword (normalized/stripped):
ροδιακος
IDX:
29106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29140
Key:
*(rodiako/s
Data
{'content': 'Ῥοδιακός\n Ῥοδιακός, ή, όν\n Ῥόδος\n Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.', 'key': '*(rodiako/s'}