Ῥοδιακός
Ῥοδιακός
Ῥοδιακός, ή, όν
Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.
{
"content": "Ῥοδιακός\n Ῥοδιακός, ή, όν\n Ῥόδος\n Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.",
"key": "*(rodiako/s"
}