Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπουργέω
ἀνθυφίσταμαι
ἀνιάζω
ἀνιάομαι
ἀνία
ἁνία
ἀνιαρός
ἀνίατος
ἀνιάχω
ἀνιάω
ἀνιδρωτί
ἀνίδρωτος
ἀνίερος
ἀνιερόω
View word page
ἀνιάομαι
ἀνιάομαι Dep. to cure again, repair, Hdt.

ShortDef

to cure again, repair

Debugging

Headword:
ἀνιάομαι
Headword (normalized):
ἀνιάομαι
Headword (normalized/stripped):
ανιαομαι
IDX:
2913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2914
Key:
a)nia/omai

Data

{'content': 'ἀνιάομαι\n Dep. to cure again, repair, Hdt.', 'key': 'a)nia/omai'}