Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινηλατέω
ῥινηλάτης
ῥίνη
ῥινόβολος
ῥινόκερως
ῥινόν
ῥινόσιμος
ῥινός
ῥινοτόρος
ῥινοῦχος
ῥίον
ῥιπή
ῥιπίζω
ῥιπίς
ῥιπτάζω
ῥιπτός
ῥίπτω
ῥίς
ῥίψασπις
ῥῖψις
View word page
ῥινοῦχος
ῥινοῦχος ῥιν-οῦχος, ὁ, ῥίς II a sewer, Lat. cloaca, Strab.

ShortDef

a sewer

Debugging

Headword:
ῥινοῦχος
Headword (normalized):
ῥινοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ρινουχος
IDX:
29087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29121
Key:
r(inou=xos

Data

{'content': 'ῥινοῦχος\n ῥιν-οῦχος, ὁ,\n ῥίς II\n a sewer, Lat. cloaca, Strab.', 'key': 'r(inou=xos'}