Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥινάω
ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινηλατέω
ῥινηλάτης
ῥίνη
ῥινόβολος
ῥινόκερως
ῥινόν
ῥινόσιμος
ῥινός
ῥινοτόρος
ῥινοῦχος
ῥίον
ῥιπή
ῥιπίζω
ῥιπίς
ῥιπτάζω
ῥιπτός
ῥίπτω
ῥίς
ῥίψασπις
View word page
ῥινοτόρος
ῥινοτόρος ῥῑνο-τόρος, ον, τείρω shield-piercing, Il., Hes.

ShortDef

shield-piercing

Debugging

Headword:
ῥινοτόρος
Headword (normalized):
ῥινοτόρος
Headword (normalized/stripped):
ρινοτορος
IDX:
29086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29120
Key:
r(inoto/ros

Data

{'content': 'ῥινοτόρος\n ῥῑνο-τόρος, ον,\n τείρω\n shield-piercing, Il., Hes.', 'key': 'r(inoto/ros'}