Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥίζωσις
ῥικνός
ῥίμφα
ῥιμφάρματος
ῥινάω
ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινηλατέω
ῥινηλάτης
ῥίνη
ῥινόβολος
ῥινόκερως
ῥινόν
ῥινόσιμος
ῥινός
ῥινοτόρος
ῥινοῦχος
ῥίον
ῥιπή
ῥιπίζω
ῥιπίς
ῥιπτάζω
View word page
ῥινόκερως
ῥινόκερως ῥῑνό-κερως, ωτος, ὁ, ῥίς, κέρας the rhinoceros or nosehorn, Strab.

ShortDef

the rhinoceros

Debugging

Headword:
ῥινόκερως
Headword (normalized):
ῥινόκερως
Headword (normalized/stripped):
ρινοκερως
IDX:
29082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29116
Key:
r(ino/kerws

Data

{'content': 'ῥινόκερως\n ῥῑνό-κερως, ωτος, ὁ,\n ῥίς, κέρας\n the rhinoceros or nosehorn, Strab.', 'key': 'r(ino/kerws'}