Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥιγόω
ῥίζα
ῥιζίον
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοτόμος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζόω
ῥίζωμα
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνός
ῥίμφα
ῥιμφάρματος
ῥινάω
ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινηλατέω
ῥινηλάτης
ῥίνη
View word page
ῥίζωμα
ῥίζωμα from ῥιζόω ῥίζωμα, ατος, τό, a root: metaph. a stem, race Aesch.

ShortDef

a root

Debugging

Headword:
ῥίζωμα
Headword (normalized):
ῥίζωμα
Headword (normalized/stripped):
ριζωμα
IDX:
29070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29104
Key:
r(i/zwma

Data

{'content': 'ῥίζωμα\n from ῥιζόω\n ῥίζωμα, ατος, τό,\n a root: metaph. a stem, race Aesch.', 'key': 'r(i/zwma'}