Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπουργέω
ἀνθυφίσταμαι
ἀνιάζω
ἀνιάομαι
ἀνία
ἁνία
ἀνιαρός
ἀνίατος
ἀνιάχω
ἀνιάω
View word page
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυποπτεύω to suspect mutually:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the suspicion that . . , Thuc.
ShortDef
to suspect mutually
Debugging
Headword:
ἀνθυποπτεύω
Headword (normalized):
ἀνθυποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
ανθυποπτευω
IDX:
2909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2910
Key:
a)nqupopteu/w
Data
{'content': 'ἀνθυποπτεύω\n to suspect mutually:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the suspicion that . . , Thuc.', 'key': 'a)nqupopteu/w'}