Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ῥιγεδανός
ῥιγέω
ῥιγηλός
ῥίγιον
ῥίγιστος
ῥιγομάχης
ῥῖγος
ῥιγόω
ῥίζα
ῥιζίον
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοτόμος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζόω
ῥίζωμα
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνός
View word page
ῥιζοβολέω
ῥιζοβολέω ῥιζοβολέω, fut. -ήσω to strike root, Anth. from ῥιζοβόλος

ShortDef

to strike root

Debugging

Headword:
ῥιζοβολέω
Headword (normalized):
ῥιζοβολέω
Headword (normalized/stripped):
ριζοβολεω
IDX:
29063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29097
Key:
r(izobole/w

Data

{'content': 'ῥιζοβολέω\n ῥιζοβολέω,\n fut. -ήσω\n to strike root, Anth.\n from ῥιζοβόλος', 'key': 'r(izobole/w'}